μένος

μένος
το (Α μένος)
1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.)
2. φρ. «πνέω μένεα» — είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση
αρχ.
1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς φέρον», Ομ. Ιλ.
β. «ἄστρων θερμὸν μένος», Παρμ.)
2. (για ζώα) αγριότητα
3. ζωική δύναμη, η ζωή («ἔτι γὰρ θερμαὶ σύριγγες.ἄνω φυσῶσι μέλαν μένος»
Σοφ.)
4. φυσική ή ψυχική διάθεση, υψηλό φρόνημα κατά τη μάχη («Τρωσίν, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται φυλόπιδος κορέσασθαι ὁμοίου πολέμοιο», Ομ. Ιλ.)
5. φρ. «μένεα πνείοντες» — θαρραλέοι (Ομ. Ιλ.)
6. χρησιμοποιείται σε πολλές περιφράσεις, όπως: α) «μένος Ἀτρεΐδαο» — ο Ατρείδης
β) «ἱερὸν μένος Ἀντινόοιο» — ο Αντίνοος
γ) «αἰθέριον μένος» — ο αιθέρας
δ) «καταφθιμένου μένος ἀνδρός» — νεκρόν άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις μένος καθώς και ο αρχαϊκός τ. παρακμ. μέμονα, που απαντά στον Όμηρο και στη λυρική ποίηση (ο πληθ. μέ-μα-μεν και η μτχ. με-μα-ώς ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας, ενώ ο τ. με-μᾱ-ότες οφείλεται σε μετρική έκταση τού βραχέος -α-), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *men- «σκέπτομαι, φέρνω στον νου μου, σκοπεύω να κάνω κάτι». Στην ομάδα τών τύπων μέμονα και μένος η σημ. τής ρίζας έχει εξελιχθεί σε «θερμότητα, ορμή, θέληση για μάχη», ενώ μια ακόμη πιο χαρακτηριστική σημασιολογική εξέλιξη τής ίδιας ρίζας παρατηρείται στο ρ. μαίνομαι*. Ο παρακμ. μέμονα ως προς τη μορφή αντιστοιχεί ακριβώς προς το λατ. memini «θυμάμαι». Επίσης συνδέεται με τα γοτθ. man «σκέπτομαι, πιστεύω» (χωρίς διπλασιασμό) και ga-man «θυμάμαι». Η συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας (*μη > μα-) εμφανίζεται και στο γοτθ. mun-um, καθώς και στα ρηματ. επίθ. αυτό-μα-τος*, ηλέ-μα-τος. Η λ. μένος είναι ένα σιγμόληκτο ουδέτερο < θ. μενεσ-), που αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. manas-, αβεστ. manah-. Επίσης το συνθ. δυσ-μενής συνδέεται με αρχ. ινδ. durmanus- «προβληματικός» και αβεστ. dušmanah- «εχθρικός» (για το αβεστ. ανθρωπωνύμιο Haxā-maniš πρβλ. Ἀχαιμένης). Υπάρχει, τέλος, μια παρεκτεταμένη μορφή τής ρίζας *men-,η ρίζα *men-ti-, που στη λατ. παρήγαγε τύπους δηλωτικούς τής σημ. «εξυπνάδα, μυαλό» (πρβλ. mens, mentis «νους», memini και mentio, που σημασιολογικά συνδέονται με το μιμνήσκω). Στην ίδια παρεκτεταμένη μορφή τής ρίζας ανάγονται και τα αρχ. ινδ. mati-, λιθουαν. mintis «σκέψη», γοτθ. gamunds, αρχ. σλαβ. pameti «θύμηση». Η λ. μένος απαντά ως β' συνθετικό σε σύνθετα σε -μενής, καθώς και σε ανθρωπωνύμια σε -μένης (πρβλ. Ευ-μένης, Κλεομένης) ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή.
ΠΑΡ. αρχ. μενεαίνω, μενοινώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μενοεικής. (Β' συνθετικό) δυσμενής, ευμενής
αρχ.
αμενής, εμμενής, ευρυμενής, πραϋμενής, υπερμενής).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μένος — might neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένος — το ους 1. ψυχική ορμή, παράφορη οργή: Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το μένος του βλέποντας το φονιά του γιου του. 2. φρ., «Πνέω τα μένεα», είμαι εξοργισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φιλήντας, Μένος — (Αρτάκη, Κύζικος 1870 – Αθήνα 1934). Έλληνας γλωσσολόγος και λογοτέχνης. Μετά τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη, διετέλεσε δάσκαλος στην Τουρκία, όπου και φυλακίστηκε δυο φορές, στην Προύσα και την Αρτάκη, για τη συμμετοχή …   Dictionary of Greek

  • μένει — μένος might neut nom/voc/acc dual (attic epic) μένεϊ , μένος might neut dat sg (epic ionic) μένος might neut dat sg μένω stay pres ind mp 2nd sg μένω stay pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένη — μένος might neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μένος might neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποίμην — μενος, ὁ, ΜΑ [ποιμήν] (σχετικά με το ποίμνιο τής Εκκλησίας) πνευματικός ηγέτης μαζί με άλλον μσν. βόσκω το κοπάδι μου στο ίδιο μέρος με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • μενέων — μένος might neut gen pl (epic doric ionic aeolic) μένω stay fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενῶν — μένος might neut gen pl (attic epic doric) μένω stay fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένεα — μένος might neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένεος — μένος might neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”